- άπραχτος
- κ. -κτος, -η, -ο (AM ἄπρακτος, -ον) [πράττω]1. αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ανώφελος, άχρηστος2. εκείνος που δεν έχει γίνει, ο ανεκτέλεστος3. (για πρόσωπα) ανεπιτυχήςνεοελλ.1. αδρανής2. ανίδεος, άπειρος3. ασύνετος, ασυλλόγιστοςαρχ.1. (για αγρό) ακαλλιέργητος, χέρσος2. αυτός που δεν παίρνει μέρος σε κάτι, που δεν κάνει τίποτε, ο αργός3. αυτός για τον οποίο τίποτε δεν μπορεί να γίνει, που δεν μπορεί κανείς να τον αντιμετωπίσει4. αυτός που δεν έχει προσβληθεί5. φρ. α) «ἄπρακτοι ἡμέραι» — ημέρες αργίας, διακοπέςβ) «ἄπρακτος χρόνος» — περίοδος απραγίας ή αδράνειας.
Dictionary of Greek. 2013.